- ξεπουλάω
- ξεπουλάω (σπάν. ξεπουλώ), ξεπούλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απεμπολώ — (AM ἀπεμπολῶ, άω Α κ. έω) [εμπολώ] ξεπουλάω κάτι, παραχωρώ κάτι με αθέμιτα ανταλλάγματα αρχ. 1. απάγω 2. προδίδω 3. οἱ ἀπεμπολώμενοι αυτοί που αγοράζονται για να πουληθούν ως δούλοι … Dictionary of Greek
διαπιπράσκω — (AM) [πιπράσκω] ξεπουλάω … Dictionary of Greek
διαπωλώ — διαπωλῶ, έω (AM) ξεπουλάω … Dictionary of Greek
εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… … Dictionary of Greek
εκπωλώ — ἐκπωλῶ ( έω) (Μ) ξεπουλάω, πουλάω όλο το εμπόρευμα … Dictionary of Greek
σφυρί — το 1. είδος εργαλείου: Ο χτίστης χτυπά τις πέτρες με το σφυρί για να μπουν στη θέση τους. 2. φρ., «Βγάζω στο σφυρί», ξεπουλάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)